Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία η Έλενα Φάκου διηγείται μια αληθινή ιστορία.
Αυτή είναι η ιστορία του καλύτερού μου φίλου, ο οποίος ζει από τον Ιούλιο του 1996 με τετραπληγία εξ αιτίας ενός τροχαίου ατυχήματος. Δεν παραιτήθηκε ποτέ. Και δεν πρόκειται να το κάνει. Τόσα χρόνια, δεν ήθελα να γράψω. Δεν ήθελα επειδή δεν ήθελε. Σήμερα, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, αν και πάλι δεν είμαι σίγουρη ότι εκείνος θέλει, αισθάνομαι την ανάγκη να το κάνω γιατί το παράδειγμά του, αφ ενός πιστεύω πως θα δώσει δύναμη σε όσα άτομα ζουν με κάποια αναπηρία και αφ ετέρου είναι ένα μάθημα ζωής σε όλους εμάς που έχουμε την υγεία μας και τη θεωρούμε δεδομένη. Επειδή τίποτα όμως δεν είναι δεδομένο και ποτέ δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω ότι κι αν συμβεί, κάπως έτσι λοιπόν τα έφερε η ζωή, πριν 24 χρόνια:
Ήμουν 15 χρονών, κι εκείνος 18. Ήθελα να αγοράσω μια μηχανή, ένα KMX συγκεκριμένα το οποίο ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα με σκότωνε. Δε φοβόμουν, ούτε έκανα πίσω. Θυμάμαι τους γονείς μου να κάνουν απέλπιδες προσπάθειες να με μεταπείσουν, μάταια. Τελικά 500 χιλιάδες σε δραχμές είχαν αφεθεί πάνω στο τραπέζι για την αγορά. Ποιόν άλλον θα έπαιρνα μαζί μου για να μου πει τη γνώμη του; Toν καλύτερο. Μας θυμάμαι σε μια ανηφόρα στου Γκύζη, να «δοκιμάζει» τη μηχανή με όλες τις ταχύτητες αλλαγή σε σούζα. Καθόμουν πίσω του, τον κρατούσα σφιχτή αγκαλιά και δε φοβόμουν τίποτα. Όταν κατεβήκαμε, μου λέει: «Bαράει λίγο καμπάνα, αλλά μη σε νοιάζει, φτιάχνεται». Τον κοίταξα απορημένη και του είπα: «Mα πριν ανέβουμε ήταν μια χαρά». Μου απάντησε: » Δε με είχε αντιμετωπίσει».
Θα το αγόραζα. Το ραντεβού ήταν για την επόμενη μέρα στις 12 το πρωί. Εκείνο το βράδυ, έκανα βόλτες με το μηχανάκι που είχα ήδη τριγύρω. Εκείνος με είδε να περνάω, ανέβηκε στο RGV του, έβαλε δικάβαλο κι ένα φίλο μας και έτρεξε ξωπίσω μου. Δεν τον άκουσα, η εξάτμισή μου έκανε πολύ θόρυβο. Καθώς έμπαινε σε μια στρογγυλή πλατεία, ο δρόμος είχε λάδια, έχασε τον έλεγχο της μηχανής και καρφώθηκε με το κεφάλι σε μια κολώνα. Ο συνοδηγός δεν έπαθε τίποτα. Εγώ δεν άκουσα το παραμικρό αν και βρισκόμουν μόλις πενήντα μέτρα μπροστά. Δεν τους είχα αντιληφθεί ότι έρχονταν πίσω μου.
Το επόμενο πρωί, μέτρησα τα χρήματα που μου είχαν αφήσει οι γονείς μου και ετοιμαζόμουν να πάω στο ραντεβού μας όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με ενημέρωσαν ότι είναι στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση. Το ακουστικό μου έπεσε από τα χέρια και πήγα να τον δω. Ήταν Ιούλιος του 1996. Από τότε, δεν ξαναπερπάτησε.
Από εκείνη την ημέρα είμαι δίπλα του, όσο μπορώ και όσο με αφήνει. Δεν ξέρω αν όλοι εμείς οι υπόλοιποι τολμάμε να διανοηθούμε πόση αξιοπρέπεια διαθέτει. Δεν ξέρω αν όλοι εμείς οι υπόλοιποι μπορούμε να διανοηθούμε πόση δύναμη έχει στην ψυχή του. Δεν ξέρω αν εμείς οι υπόλοιποι θα αντέχαμε έστω και μια ώρα να ζούμε όπως εκείνος και να μη χάνουμε το χιούμορ μας, το κουράγιο μας, το μυαλό μας.
Δεν έπαψε να εργάζεται, να έχει κοινωνική ζωή και να ασχολείται με τα χόμπι του. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και είναι ένας εξαιρετικός γνώστης του αντικειμένου της γευσιγνωσίας. Ο καλύτερός μου φίλος δεν συμπεριφέρεται σαν τετραπληγικός. Η 80% αναπηρία που του προέκυψε είναι πολύ λίγη για να τον λυγίσει. Κάθε ημέρα μου δίνει έναν ακόμα λόγο για να τον θαυμάζω. Και σήμερα ήθελα να σας τον συστήσω.