Σούτος

Απόψε το ποδόσφαιρο έχασε τον θεό του

Για τον ποδοσφαιρικό θεό, Ντιέγκο Μαραντόνα, γράφει ο Χρήστος Σούτος.

25.11.2020 | 20:40

Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα “έφυγε” σήμερα από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του ορφανό το άθλημα που τόσο αγάπησε. Ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, ο μοναδικός που έκανε ένα ομαδικό άθλημα να μοιάζει με ατομικό ένας επαναστάτης της μπάλας, αντισυμβατικός και προσωπικότητα bigger than life, αναχώρησε από τον δικό μας κόσμο, μόλις λίγες μέρες μετά την συμπλήρωση των εξήντα του χρόνων. Μοιάζει και ίσως και να είναι ένα έργο σκηνοθετημένο από τον Ύψιστο, ότι ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα πέθανε στις 25 Νοεμβρίου, την ίδια ημερομηνία δηλαδή που έφυγαν τόσο ο μεγαλύτερος επαναστάτης της σύγχρονης ιστορίας και προσωπικός του φίλος, Φιντέλ Κάστρο, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους παίκτες στην ιστορία του Παγκόσμιου Ποδοσφαίρου, ο Τζορτζ Μπεστ. Νομίζω, ότι από σήμερα η 25η Νοεμβρίου θα αποτελεί στο μυαλό όλων των φίλων του δημοφιλέστερου σπορ, μία ημερομηνία σταθμό.

Είναι ανούσιο να μιλήσει κανείς για τα ποδοσφαιρικά του επιτεύγματα γιατί ακόμα και σήμερα σχεδόν 25 χρόνια μετά το πραγματικό ποδοσφαιρικό του αντίο, παιδιά που δεν τον είδαν ποτέ να κλωτσάει το τόπι, τον θεωρούν ό,τι σημαντικότερο έχει να επιδείξει το ποδόσφαιρο στην ιστορία του. Ο Μαραντόνα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από κορυφαίος παίκτης. Γεννημένος στις φτωχογειτονιές του της Αργεντινής κατάφερε πολύ σύντομα να ξεπεταχτεί και να βρεθεί στο κορυφαίο επίπεδο. Η μεταγραφή του από την Μπόκα Τζούνιορς στην Μπαρτσελόνα θεωρήθηκε για πολλούς ως η σπουδαιότερη της εποχής, άλλα έμελλε η επόμενη μεταγραφή του στη Νάπολι να είναι αυτή που τον καθιέρωσε στα μάτια της ποδοσφαιρικής Ευρώπης. Η Νάπολι, μία ομάδα μικρή και χωρίς σημαντικές επιτυχίες μέχρι την έλευσή του και κυρίως μία από τις φτωχότερες περιοχές της Ιταλίας, είχε πλέον στις τάξεις της τον ακριβότερο ποδοσφαιριστή του κόσμου. Χαρακτηριστικό το σχόλιο τοπικής εφημερίδας που έγραψε ότι: “Η πόλη δεν έχει Δήμαρχο, σπίτια, σχολεία, δουλειά, λεωφορεία και αποχέτευση, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία επειδή έχουμε τον Μαραντόνα”.

Ο Μαραντόνα έγινε το απόλυτο είδωλο για το σύνολο της πόλης αγωνιζόμενος στην ομάδα της, σε μία περίοδο που οι σχέσεις Βορρά-Νότου ήταν τεταμένες, με τις οικονομικές διαφορές μεταξύ τους να είναι χαώδεις, αφού μαζί της κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Ιταλίας, ένα Κύπελλο Ιταλίας, ένα Super Cup και ένα Κύπελο UEFA. Λατρεύτηκε σαν θεός, το γήπεδο Σαν Πάολο ήταν γεμάτο πιστούς οπαδούς του, η φωτογραφία ήταν στα περισσότερα σπίτια της Νάπολης, δίπλα σε αυτή του Ιησού, τοιχογραφίες του παντού και τα νεογέννητα παιδιά έπαιρναν το όνομά του. Είναι χαρακτηριστικό πως στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας το 1990, στον ημιτελικό της 3ης Ιουλίου που διεξήχθη στη Νάπολη, οι φίλαθλοι αντί για την εθνική της χώρας τους, φώναζαν και εμψύχωναν τον Μαραντόνα. Η Αργεντινή τελικά απέκλεισε την Ιταλία στα πέναλτι και το ματς αυτό οδήγησε τον Μαραντόνα στο στόχαστρο όλης της υπόλοιπης ποδοσφαιρικής – και όχι μόνο – Ιταλίας με δημοσιεύματα εφημερίδων να τον κατηγορούν ως τον Λούσιφερ που ζει στη Νάπολη και δημοσκοπήσεις να πραγματοποιούνται που τον έβγαζαν τον πιο μισητό άνθρωπο σε όλη τη χώρα.

Στην εθνική ομάδα της χώρας του πρόσφερε τα μέγιστα, χαρίζοντας της το 1979 το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων και 7 χρόνια αργότερα το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό, σε μία ανεπανάληπτη ποδοσφαιρική παράσταση ενός ανθρώπου που μπόρεσε με ελάχιστες βοήθειες από τους υπόλοιπους συμπαίκτες του να οδηγήσει την Αργεντινή στην κορυφή του κόσμου. Τέσσερα χρόνια αργότερα σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, όπου το υλικό της χώρας από τη Λατινική Αμερική ήταν ακόμα φτωχότερο, στο κύκνειο ουσιαστικά άσμα του στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα, την έφτασε στον τελικό κόντρα στη Δυτική Γερμανία, εκεί όπου χρειάστηκε δύο αποβολές και ένα αμφισβητούμενο πέναλτι για να χάσει το τρόπαιο. Τελευταία συμμετοχή του σε Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν το 1994 στην Αμερική, με την παράστασή του κόντρα στην εθνική μας ομάδα να είναι ουσιαστικά και η τελευταία. Το δε γκολ του κόντρα στην Ελλάδα ήταν και το τελευταίο σε τέτοια διοργάνωση. Σε πολλές ψηφοφορίες της FIFA, με χαρακτηριστικότερη αυτή του 2000, ο Μαραντόνα κέρδιζε με άνεση τον τίτλο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών. Συγκεκριμένα, σε αυτή πήρε το 53,6% των ψήφων, έναντι μόλις 18,5 του Πελέ κάτι που δεν άρεσε στη Διεθνή Ομοσπονδία, κάνοντάς την να θεσπίσει και 2ο Βραβείο, το οποίο το ονόμασε Βραβείο Ποδοσφαιρικής Οικογένειας με ψήφους μόνο από δημοσιογράφους, εκεί όπου ο Αργεντινός κατετάγη τρίτος πίσω από το αγαπημένο παιδί του συστήματος Πελέ και τον Ισπανό Αλφρέντο Ντι Στέφανο. Ο Μαραντόνα παρέλαβε το βραβείο του, αυτό δηλαδή που του έδωσε ο κόσμος και αποχώρησε πριν δει τον Βραζιλιάνο να παίρνει το δικό του.

Όσο μεγάλος ήταν εντός των γηπέδων, τόσο προβληματικός στη συμπεριφορά του ήταν έξω από αυτά. Άνθρωπος με πολλά πάθη που ουσιαστική τερμάτισαν πρόωρα την καριέρα του και τον οδήγησαν πολύ νωρίτερα από σήμερα στο κατώφλι του θανάτου. Χάρη στην αγάπη του φίλου του Φιντέλ Κάστρο, ο Ντιέγκο κέρδισε τους δαίμονες του παραπάνω από μία φορές, αλλά η υγεία του είχε επιβαρυνθεί και τελικά σήμερα μόλις στα 60 του χρόνια νικήθηκε από την καρδιά του. Προσωπικότητα με πολύ μεγάλο βάρος, δεν είχε διστάσει πολλές φορές να τα βάλει με θεσμούς που άλλοι δεν τους άγγιζαν καν. Φυσικά η αναφορά δεν γίνεται για τις ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες, αλλά για κάτι πολύ μεγαλύτερο και δυνατότερο. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε την δήλωσή του μετά από επίσκεψη στο Βατικανό, στην οποία είπε “Φυσικά και τσακώθηκα με τον Πάπα, γιατί όταν πήγα στο Βατικανό είδα χρυσές στέγες και μετά τον άκουσα να λέει ότι η Εκκλησία ανησυχεί για τα φτωχά παιδιά. Τότε του είπα πούλα τις στέγες φίλε και κάνε κάτι”.

Vaya con Dios Diego…

To overfm.gr χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης

αποδοχή