Αυτός ήταν ο Ανδρέας Μουράτης. Ο «Μιζούρι» του Ολυμπιακού.
«Εγώ φίλε μου, θα σου πω μια αλήθεια. Θα κάνω μια εξήγηση. Είμαι αγράμματος. Δεν πήγα ούτε σχολείο. Στο ποδόσφαιρο όμως είμαι καθηγητής, ξέρω όλα τα μυστικά της μπάλας. Εγώ γεννήθηκα και θα πεθάνω σ’ αυτή τη γειτονιά. Σε μια πεντακοσαριά μέτρα είναι όλη μου η ζωή. Από τον Κεράνη μέχρι το Καραϊσκάκη. Σ’ αυτό τον χώρο μεγάλωσα, δούλεψα και έπαιξα μπάλα. Ήμουν μια ζωή φτωχός, μα πάντα τίμιος.».
Κάπως έτσι είχε αυτοσυστηθεί ο Ανδρέας Μουράτης, ο άνθρωπος που έγραψε τη δική του ιστορία στον ερυθρόλευκο σύλλογο και στο ελληνικό ποδόσφαιρο και κάπως έτσι παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πριν από ακριβώς είκοσι χρόνια σε ηλικία 74 ετών.
Παρατσούκλι του: θρυλικός «Μισούρι», από το ομώνυμο αμερικανικό θωρηκτό, μετά τον αγώνα ενάντια στον Εθνικό, λόγω της μεγάλης δύναμης, του πείσματος και του πάθους που τον χαρακτήριζαν εντός γηπέδου.
Οι γονείς του πρόσφυγες από τη Μ. Ασία. Καταφύγιό τους οι παράγκες της Σούδας στο Ν. Φάληρο. Εκεί ήταν που έκανε και τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα ο Μουράτης και συγκεκριμένα την ΑΕ Χρωματουργείων που ίδρυσε ο πατέρας του μετά το 1936. Το 1943 έρχεται η μεταγραφή στην Προοδευτική με τη φανέλα της οποίας αγωνίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Ύστερα, το 1945 πήγε στα τσικό του Ολυμπιακού και από τότε άρχιζε να χτίζει το όνομά του ως «πατέρας» των τελευταίων γενεών του ποδοσφαίρου των Πειραιωτών.
Στον Ολυμπιακό αγωνίσθηκε για μια δεκαετία, από το 1945 μέχρι το 1955 ως αρχηγός και αριστερός οπισθοφύλακας. Μαζί με άλλους νέους παίκτες, μεταξύ των οποίων ο Δούβαρης και ο Μινάρδος, έπαιξε στο «Κύπελλο Ελευθερίας» όπου οι ερυθρόλευκοι τερμάτισαν στην πρώτη θέση με 18 βαθμούς.
Ο Ανδρέας Μουράτης δεν υπήρξε παλικάρι μόνο στο γήπεδο. Υπήρξε και παιδί της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών κατακτητών. «Πήγα στην ΕΛΑΣ για να ζουν όλοι οι άνθρωποι ίσοι», είχε πει και ο ίδιος, ενώ γλύτωσε μαζί με την ομάδα του από βίαιο θάνατο στη Μάχη της Γέφυρας του Μοσχάτου.
Στην Εθνική Ελλάδος αγωνίσθηκε 16 φορές πετυχαίνοντας ένα γκολ. Αναγκάστηκε ωστόσο να την εγκαταλείψει, όταν ως αρχηγός ζήτησε από την ΕΠΟ την καταβολή οδοιπορικών για τους διεθνείς. Εκείνη τον τιμώρησε με αποκλεισμών δύο ετών, το οποίο και ανακάλεσε δέκα μήνες μετά. Αυτή η τιμωρία, μάλιστα, έγινε και θέμα της ταινίας «Άσσοι των Γηπέδων» του Βασίλη Γεωργιάδη με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους παίκτες της Εθνικής.
Οι Τούρκοι του έδωσαν το προσωνύμιο «Ασλάν Μουράτ», δηλαδή «Λιοντάρι Μουράτη» για την παλικαρίσια εμφάνισή του. Αυτό απέδειξε κι όταν σ’ έναν αγώνα με τον Ολυμπιακό κόντρα στην Ελευσίνα, το φθινόπωρο του ’53, μετά από ένα χτύπημα στο κεφάλι, αγνόησε τις συστάσεις των γιατρών για αποχώρηση από το γήπεδο, πέταξε τον επίδεσμο και γύρισε στον αγωνιστικό χώρο δίνοντας τη νίκη στην ομάδα του.
Ο Ανδρέας Μουράτης ήταν αγαπητός από όλον τον κόσμο, ακριβώς επειδή διέθετε τετράγωνο μυαλό και χρυσή καρδιά, δίνοντας από το υστέρημά του στους συνανθρώπους του. Έδινε όλη του την ψυχή εντός και εκτός των αγώνων.
Μέχρι το 2000 που πέθανε ζούσε μόνο για τον Ολυμπιακό, την ομάδα της καρδιάς του, ως παίκτης, ως προπονητής, ως φροντιστής ή απλά ως εγκάρδιος θαυμαστής του.
Σήμερα στο «Γ. Καραϊσκάκης», ο Δήμος Πειραιά έχει δώσει το όνομά του στο δρόμο που έμενε τα τελευταία χρόνια ο μεγάλος ερυθρόλευκος οπισθοφύλακας.
Κλείνοντας με τα λόγια του ιδίου (1987): «Το ποδόσφαιρο είναι το πιο ωραίο θέαμα αλλά αυτό το θέαμα στις μέρες μας χάνεται και φταίνε πολλά πράγματα γι’ αυτό. Για να είναι κανείς ποδοσφαιριστής καλός, πρέπει να το ‘χει μεράκι, να το γουστάρει. Δεν λέω να τα κονομάει κιόλας, γιατί έτσι είναι πια η ζωή. Αυτό είναι το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και βλέπεις φίλε μου, να παίρνουν τόσα λεφτά οι παίχτες και να μην έχουν ψυχή στο γήπεδο».