Ο Μάνος Σταραμόπουλος γράφει για τη νέα στρατηγική της διοίκησης της Τσέλσι, η οποία στην ουσία δείχνει να ακολουθεί τα βήματα του Αμπραμόβιτς στην πρώτη του εποχή πριν 20 χρόνια…
Έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια από την ημέρα που είχε αναλάβει την ηγεσία και το πλειοψηφικό πακέτο της Τσέλσι ο Ρώσος Ρόμαν Αμπραμόβιτς. Το καλοκαίρι εκείνο του 2003 η ομάδα του πιο αριστοκρατικού μέρους του Λονδίνου είχε αποκτήσει 13 ποδοσφαιριστές προκειμένου να αρχίσει να κτίζεται η νέα ισχυρή ομάδα. Η παρουσία του βαθύπλουτου νέου ιδιοκτήτη έφερε τα πάνω κάτω.
Ήταν μια πολύ διαφορετική Τσέλσι. Την σαιζόν εκείνη η Τσέλσι ήταν ομάδα Τσάμπιονς Λιγκ , αλλά έως τότε παρά την δυναμική της δεν είχε καταφέρει να κατακτήσει το μεγαλύτερο έπαθλο από όλα. Ο σύλλογος είχε επιστρέψει στις κατακτήσεις τροπαίων, αλλά δεν είχε καταφέρει να στεφθεί πρωταθλήτρια από το 1955.
Τα χρήματα που δαπανήθηκαν το 2003 ήταν πάρα πολλά με στόχο να μετατρέψουν την ομάδα σε διεκδικήτρια του τίτλου. Και φέτος με νέα ιδιοκτησία τους Αμερικανούς και τον επιχειρηματία, Τόντ Μπόλι πάει δαπανά πολλά λεφτά προκειμένου να ξαναγίνει ισχυρή.
Οι διάφορες κινήσεις της το καλοκαίρι δεν έφεραν αποτέλεσμα και τον Ιανουάριο μπήκε δυνατά στο μεταγραφικό παζάρι.
Το Σάββατο οι «μπλέ» αντιμετωπισαν εκτος εδρας την Λίβερπουλ (0-0) σε ένα εξαιρετικά δύσκολο παιχνίδι, έχοντας όμως μαζί τους το νέο μεγάλο μεταγραφικό απόκτημα τον Ουκρανό εξτρέμ, Μιχάιλο Μούντρικ τον οποίο εδώ και μήνες φλέρταρε έντονα η Αρσεναλ, αλλά με μία αστραπιαία ενέργεια το περασμένο Σάββατο η Τσέλσι τον πήρε καταβάλλοντας συνολικά το ποσό των 100 εκ. ευρώ. Σημαντικό ρόλο στη κίνησή της έπαιξε το ταξίδι του επικεφαλής των μεταγραφών, Μπεχντάντ Εγμπαλί ο οποίος πήγε στην Τουρκία και για ώρες συζήτησε αλλά και έπεισε τον πρόεδρο της Σαχτάρ , Ρινάτ Αχμέτοφ να παραχωρήσει στην ομάδα του, τον ταλαντούχο, Μούντρικ όπως κι έγινε. Η κοινοπραξία έχει δαπανήσει έως τώρα πάνω από 450 εκ.ευρώ.
Οι νέοι ιδιοκτήτες της Τσέλσι ακολουθούν μία δική τους στρατηγική: να αποκτήσουν μια ομάδα κορυφαίων νεαρών ποδοσφαιριστών με μεγάλα συμβόλαια και στη συνέχεια να μπορέσουν να αποκτήσουν τον έλεγχο των αντιπάλων τους μέσα στο γήπεδο . Νωρίτερα είχαν αποκτήσει τον ταλαντούχο Γάλλο κεντρικό αμυντικό, Μπενουά Μπαντιασίλ της Μονακό. Βεβαίως γνωρίζουν πολύ καλά, πως δεν θα πετύχει κάθε νέα τους μεταγραφή, αλλά εφόσον το κάνει η πλειονότητα, ακολουθούν κι αυτοί το ίδιο παράδειγμα.
Είναι ένας νέος τρόπος εξέτασης των προσλήψεων ποδοσφαίρου, της διαχείρισης μισθών και του προγραμματισμού της ομάδας. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε πενταετείς κύκλους συμβολαίων, όταν η δύναμη μετατοπίζεται γρήγορα στον ποδοσφαιριστή, καθώς φτάνει στο τέλος της συμφωνίας του. Αυτή είναι μια διαφορετική έννοια.
Από τη μια πλευρά, είναι ρίσκο για τον σύλλογο. Από την άλλη, είναι μια νέα προσέγγιση σε ένα παλιό πρόβλημα. Με ιντριγκάρει η ιδέα και το ένστικτό μου ότι και στο παρελθόν, η Τσέλσι ήταν εφευρετική με τον τρόπο με τον οποίο ανταλλάσσει γ αντλεί κεφάλαια μεταγραφών.
Κάτι ανάλογο είχε γίνει την εποχή που διευθυντής ποδοσφαίρου της Τσέλσι ήταν ο Δανός (παλιός σπουδαίος χαφ) Φρανκ Άρνεσεν ο οποίος άλλαξε τον τρόπο εξέλιξης των ποδοσφαιριστών. Ο σύλλογος τότε πήρε μία μικρή ομάδα ταλαντούχων ποδοσφαιριστών και τους ανέπτυξε ως ομάδα ανάλογα την ηλικία τους, ελπίζοντας ότι με καλή προπονητική, ανταγωνιστικά παιχνίδια και ισχυρή αίσθηση ταυτότητας , θα έβγαζε ποδοσφαιριστές για την πρώτη ομάδα. Υπό τον Άρνεσεν και στη συνέχεια αρκετούς διαδόχους του, η Τσέλσι άλλαξε εντελώς αυτή την προσέγγιση.
Επένδυση νέων και ταλαντούχων
Ο σύλλογος επένδυσε πολλά στην απόκτηση ταλέντων από όλη την Ευρώπη και μακρύτερα. Το σκεπτικό ήταν ότι θα ήταν φθηνότερο να τα αποκτήσεις ως έφηβους, παρά όταν είχαν εξελιχθεί σε καθιερωμένους ποδοσφαιριστές κορυφαίου επιπέδου. Ήταν ένα παιχνίδι αριθμών (δεν θα τα κατάφερναν όλοι φυσικά) , αλλά όσοι έφτασαν στην πρώτη ομάδα θα έκαναν το σύστημα να αξίζει τον κόπο. Υπήρχε ένα άλλο όφελος: ακόμη και εκείνοι που δεν το έκαναν μπορούσαν να πουληθούν για ένα κέρδος που θα μπορούσε να ανακυκλωθεί στον προϋπολογισμό της πρώτης ομάδας ή της ακαδημίας για να υπογράψουν νέα ταλέντα.
Στο επίκεντρο αυτής της αναπτυξιακής διαδικασίας ήταν το σύστημα δανεισμού. Η Τσέλσι το χρησιμοποίησε όπως κανένας σύλλογος πριν. Οι κανόνες όπως ήταν τότε το επέτρεψαν και ο σύλλογος ανέπτυξε ποδοσφαιριστές όπως ο Μέισον Μάουντ και ο Ρις Τζέιμς που θα γίνονταν τακτικοί στην πρώτη ομάδα αργότερα και οι Φικάγο Τομόρι, Τάμι Έιμπραχαμ, Νέιθαν Άκε και Μάρκ Γκουέχι που θα μετακινούνταν αλλού με καλές αμοιβές. . Ήταν δύσκολο να βρεις πολλούς που το ενέκριναν εξαρχής. Τώρα όλοι θα ήθελαν τους πόρους για να το κάνουν. Η Μάντσεστερ Σίτι το κάνει να δουλεύει γι’ αυτήν.
Αλλάζοντας από τον Αμπραμόβιτς στον Μπόλι και τον Εγκμπαλί , καταλαβαίνουμε όλοι ότι είναι σημαντικό κάποιος που κατανοεί τις αξίες του συλλόγου και τι τον έκανε επιτυχημένο στο παρελθόν, να παραμείνει σε βασικό ρόλο. Τώρα είναι φανερό ότι ο Νιλ Μπαθ ο διευθυντής της ακαδημίας και τώρα διευθυντής ανάπτυξης και λειτουργίας του συλλόγου, έχει μεγάλη επιρροή. Ο Νιλ είναι στην Τσέλσι από το 1993. Είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη τόσων καλών ταλέντων και προπονητών. Ξέρει τι χρειάζεται.
Όσο για τον ίδιο τον Μούντρικ το να παίζει για την Τσέλσι είναι μια πρόκληση που κάθε καλός ποδοσφαιριστής πρέπει να απολαμβάνει.
Παράλληλα την Παρασκευή η Τσέλσι πρόσθεσε έναν ακόμη νεαρό ποδοσφαιριστή στο έμψυχο δυναμικό της. Πήρε με 35 εκ.ευρώ από τη Ολλανδική, Αιντχόφεν τον 20χρονο δεξιό εξτρέμ, Νόνι Μαντουέκε . Ο νεαρός ποδοσφαιριστής υπέγραψε συμβόλαιο διάρκειας 7,5 ετών.
Tέλος στην Τσέλσι δεν έχει σημασία αν είσαι ο Τιάγκο Σίλβα ή ο Λιούις Χολ, αν δεν παίξεις καλά, τότε θα υπάρχει κάποιος που μπορεί να πάρει τη θέση σου. Έτσι άλλωστε πρέπει να είναι.
Μάνος Σταραμόπουλος
Δημοσιογράφος- Αναλυτής Διεθνούς Ποδοσφαίρου και Υποθέσεων