Μελέτη παρακολούθησης διάρκειας ενός έτους κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος Covid-19 σε νοσηλευόμενους ασθενείς με σοβαρή νόσο σε μονάδες εντατικής θεραπείας, έδειξε ότι το σύμπτωμα που κυριαρχούσε μετάξυ αυτών ήταν η κόπωση.
Από τους 104 ερωτηθέντες οι 67 δήλωσαν ότι ένιωθαν κόπωση. Αυτό ήταν και το κύριο εύρημα της μελέτης του Πανεπιστημίου Gothenburg και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Sahlgrenska που δημοσιεύθηκε στο Scientific Reports.
Οι ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν κυρίως άνδρες και η πλειοψηφία αυτών είχε χρειαστεί μηχανική υποστήριξη αναπνοής κατά την παραμονή τους στη ΜΕΘ, ενώ για ένα μικρό αριθμό ασθενών η παροχή οξυγόνου ήταν επαρκής μέθοδος αντιμετώπισης. Οι ασθενείς είχαν νοσηλευτεί σε ΜΕΘ του νοσοκομείου από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο του 2020.
Ένα χρόνο μετά την εισαγωγή τους στη μονάδα εντατικής θεραπείας:
Το 22,8% (24 άτομα) δήλωσαν ότι δεν είχαν ποτέ ή πολύ σποραδικά την ενέργεια να επιτελέσουν λειτουργίες της καθημερινής ζωής.
Το 20% (21 άτομα) δήλωσαν ότι πάντα ή συχνά δυσκολεύονταν να ξεκινήσουν νέες δραστηριότητες.
Το 19% (20 άτομα) δήλωσαν ότι συχνά ή πάντα ένιωθαν νοητικά «άδειοι» ή εξαντλημένοι
Οι 70 από τους 104, το 67,3% ανέφεραν ότι ένιωθαν σωματική κόπωση.
Εντύπωση προκάλεσε στους ερευνητές η διαπίστωση ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας ασθενείς δήλωναν λιγότερη κούραση σε σύγκριση με τους νεότερους (ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν 58,2 έτη και 29 ασθενείς ήταν άνω των 65 ετών).
Ένας ακόμη παράγοντας εκτός της ηλικίας, που η μελέτη παρατήρησης έδειξε ότι σχετίζεται με λιγότερη κόπωση των ασθενών, ήταν και η μικρή διάρκεια παραμονής στη ΜΕΘ.
Τα ευρήματα της έρευνας μπορεί να υποστηρίξουν το σχεδιασμό προγραμμάτων αποκατάστασης ασθενών μετά από σοβαρή Covid-19.
Αυτή η μελέτη είναι η πρώτη που δημοσιεύεται από τη κοόρτη της Ανάρρωσης και Αποκατάστασης μετά από Covid-19 του Gothenburg και τη Μελέτη Μονάδας Εντατικής Θεραπείας (GOT-RECOV-19 ΜΕΘ), που διεξήχθη από ερευνητές που εργάζονται στο Πανεπιστήμιο του Gothenburg , στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sahlgrenska και στο Πανεπιστήμιο του Nottingham.
Επίσης υπάρχουν ακόμη στοιχεία της μελέτης που δεν έχουν αναλυθεί, ενώ αναμένεται οι ερευνητές να εξετάσουν και τις συχνότερες επιπλοκές που εμφάνισαν οι ασθενείς.
Δύο συμπτώματα που επιμένουν σε 1 στους 20
Παράλληλα με μια άλλη έρευνα διαπιστώθηκε οτι είναι δύο τα συμπτώματα της μακράς COVID που εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν περίπου 27 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως σύμφωνα με νεότερη μελέτη και δεν είναι άλλα από την ανοσμία και την αγευσία. Τα ευρήματα μάλιστα που δημοσιεύτηκαν στο BMJ υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες είναι πιο ευάλωτες από τους άντρες.
Οι αλλοιώσεις στην όσφρηση ή τη γεύση είναι συχνές στους ασθενείς που είχαν νοσήσει με κορωνοϊό, με τους μισούς, κατά μέσο όρο, να αναφέρουν αυτά τα συμπτώματα. Ενώ οι περισσότεροι από αυτούς αναμένεται να ανακτήσουν τις αισθήσεις αυτές μέσα στους πρώτους τρεις μήνες μετά από μια λοίμωξη, μια μεγάλη ομάδα ασθενών μπορεί να αναπτύξει μακροχρόνια δυσλειτουργία που απαιτεί έγκαιρη αναγνώριση, εξατομικευμένη θεραπεία και μακροχρόνια παρακολούθηση σύμφωνα με τους ερευνητές.
Για να εξακριβώσουν οι ερευνητές αυτές τις επίμονες αλλαγές, ανέλυσαν δεδομένα από 18 μελέτες παρατήρησης που αφορούσαν σχεδόν 3.700 ασθενείς. Η μαθηματική μοντελοποίηση οδήγησε στην εκτίμηση ότι η απώλεια της όσφρησης μπορεί να επιμείνει σε περίπου το 5,6% των ασθενών με COVID-19, ενώ το 4,4% ενδέχεται να μην ανακτήσει σύντομα την αίσθηση της γεύσης.
Ένα μήνα μετά την αρχική μόλυνση, μόνο το 74% των ασθενών είχε ανακτήσει την όσφρησή του και το 79% τη γεύση του, ενώ μετά από έξι μήνες, το 96% είχε ανακτήσει την όσφρηση και το 98% τη γεύση.
Τέλος, στις γυναίκες οι δύο αισθήσεις δεν είχαν επανέλθει σε μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με τους άντρες, σύμφωνα με τα ερευνητικά στοιχεία. Επιπλέον, τα άτομα που παρουσίασαν μεγαλύτερη σοβαρότητα απώλειας της όσφρησης – ή που υπέφεραν από ρινική συμφόρηση κατά τη διάρκεια της λοίμωξής τους – είχαν λιγότερες πιθανότητες να ανακτήσουν την αίσθηση της όσφρησης.
Πηγή: dnews.gr