Ματίας Γκεστράνιους, φίλες και φίλοι, Φινλανδός διαιτητής ποδοσφαίρου, που ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά στο βάλτο του ελληνικού ποδοσφαίρου καθώς οι μέχρι σήμερα διαιτησίες του, μόνο με «κατευθυνόμενες» διαιτησίες προηγούμενων, μαύρων για το ποδόσφαιρο δεκαετιών, θα μπορούσαν να συγκριθούν.
Εκλεκτός του αρχιδιαιτητή Μάρκ Κλάτενμπεργκ, βασικού παράγοντα υλοποίησης του «αποικιοκρατικής» έμπνευσης σχεδίου αποκατάστασης του κύρους του ελληνικού ποδοσφαίρου μέσω της αναβάθμισης της ελληνικής διαιτησίας.
Σχέδιο που, φαίνεται να ναυαγεί, καθώς οι ξένοι διαιτητές τον τελευταίο καιρό διαιτητεύουν σε άδεια από κόσμο γήπεδα , λόγω κορονοϊού, με την ευγενική χορηγία της ΚΕΔ και όλα τα σφάζουν, όλα τα μαχαιρώνουν προκαλώντας το κοινό περί δικαίου ποδοσφαιρικό αίσθημα.
Με όλο το σεβασμό στα ποντιακής καταγωγής αδέρφια μας, μόνο ως… ποντιακό ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί η πρόθεση της «G4» (ή όπως στο καλό αποκαλείται η ομάδα των ισχυρών του ποδοσφαίρου) να αναβαθμίσει το ελληνικό ποδόσφαιρο σε συνεργασία με εγνωσμένης αξίας διαιτητές από το εξωτερικό. Δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος η αντίληψη ότι, οτιδήποτε το ξενόφερτο, ακόμα και κακό, είναι προτιμότερο από ένα μέτριο ελληνικό. Στο ποδόσφαιρο οι ισορροπίες είναι λεπτές και ανάλογες αντιλήψεις οδηγούν σε αδιέξοδα.
Ξένος διαιτητής να είναι κι ας είναι και … τυφλός. Και φτάσαμε στο σημείο να έχει καταστεί ο VAR μεγάλος πρωταγωνιστής. Σφυρίζουν οι εκλεκτοί του Κλάτενμπεργκ στο … γάμο του καραγκιόζη κι έρχεται ο VAR, ως από μηχανής θεός να αποκαταστήσει τα τραγικά λάθη των «γιαλατζί» διαιτητών. Μα αν είναι έτσι, αδέρφια, να πάρουμε και μείς μια σφυρίχτρα να σφυρίζουμε όπως οι τροχονόμοι και οι σταθμάρχες και να παντελονιάζουμε το χρήμα. Αφού ο VAR θα μας διορθώνει και οι τηλεκριτικοί διαιτησίας θα μας αποθεώνουν , αν είμαστε αρεστοί στ’ “αφεντικά” τους.
Τα τελευταία δείγματα γραφής των ξένων διαιτητών… τραγικά. Στον αγώνα ΑΕΚ – ΠΑΟ ο Ολλανδός σε ανατροπή του Αλμπάνη εκτός περιοχής δίνει πέναλτι. Με τη βοήθεια του VAR και μετά από μακρά διαβούλευση με τον VAR αναθεωρεί την απόφαση του και τοποθετεί την μπάλα εκτός περιοχής. Φανταστείτε τη θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχε VAR. Η ΑΕΚ πιθανότατα θα είχε ισοφαρίσει πολύ πριν τις καθυστερήσεις και με δεδομένη την αγωνιστική ανυπαρξία του ΠΑΟ , θα μπορούσε να πάρει ακόμα και τη νίκη.
Αν ήταν τόσο απλά τα πράγματα, μιστερ Κλάτενμπργκ και μπορούσε να κάνει χρήση VAR ο Παπουτσέλης δεν θα είχε περάσει στην ιστορία ως ο διαιτητής που έβλεπε τους παίχτες να πέφτουν αλλά δεν έβλεπε τον … ασβέστη στα όρια της μεγάλης περιοχής
Το VAR διευκολύνει την απονομή δικαίου στους αγωνιστικούς χώρους αλλά και εκθέτει. Πρόσωπα και καταστάσεις. Η παραδοχή του λάθους και η αλλαγή της απόφασης δεν καταξιώνει ένα διαιτητή. Το αντίθετο. Αποδεικνύει το πόσο ανεπαρκής και επικίνδυνος είναι για το ποδόσφαιρο.
Οι περιπτώσεις λανθασμένων υποδείξεων πολλές, κραυγαλέες, ακραίες αλλά ο Κλάντεμπεργκ, στην ποδοσφαιρική «μπανανία» που προσφέρει τις υπηρεσίες του, απολαμβάνει το παχυλό μισθό του ( κάποιοι αναφέρουν ποσά της τάξης των 20-25 χιλιάδων ευρώ το μήνα) προβληματίζεται ελάχιστα και συνεχίζει να επιλέγει διαιτητές από τα αζήτητα της Ευρώπης. Βεβαίως σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις και, μάλλον, για ξεκάρφωμα επιλέγει και κάποιο μεγάλο όνομα. Στάχτη στα μάτια του κόσμου που εκτονώνει την οργή του σε ραδιοφωνικές εκπομπές μιλώντας για σφαγιαστικές διαιτησίες.
Κι έτσι οι εκλεκτοί του μίστερ Μάρκ, παίζουν με τη νοημοσύνη των οπαδών, οδηγούν ορισμένους στα ψυχιατρεία και τους πλέον ψαγμένους στην αδιαφορία. Οι τύχες των ομάδων εξαρτώνται από τις ορέξεις διαιτητών από την Φινλανδία την Λιθουανία, την Ολλανδία, τη Βουλγαρία. Στους ξένους τα λάθη μικρά η μεγάλα δικαιολογούνται από τους μεγαλοπαράγοντες με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι δεν θίγονται τα συμφέροντα τους.
Ο Κούγιας υπεραμύνεται της ανάγκης να επεκταθεί το μέτρο σε όλους τους αγώνες της Σούπερ Λίγκ. Δικαιώματα του. Ας ορίσει, όμως, ο Κλάτενμπεργκ τον Γκεστράνιους στους αγώνες της ΑΕΛ να τον σφάξει κάνα δυο φορές στο γόνατο για να δούμε αν θα επιμείνει στην πρόταση του η θα ακούσζει όπως οι αμνοί ο μεγαλοβδόμαδο.
Οι Έλληνες διαιτητές στα μάτια του Αλέξη και των μεγαλοπαραγόντων του ποδοσφαίρου είναι χαμηλής στάθμης, διαπλεκόμενοι και εξαρτημένοι από κυκλώματα, οι περισσότεροι με βεβαρημένο παρελθόν, καποιοι επιρρεπείς στην “αρπαχτή” και πρόθυμοι να υπηρετήσουν τα μεγάλα αφεντικά και για όλα αυτά ανίκανοι να ανταποκριθουν στις απαιτήσεις αγώνων υψηλού ενδιαφέροντος, κοινώς, να διαιτητεύσουν αναμετρήσεις των μεγάλων του ποδοσφαίρου.
Δυστυχώς για μας, ζούμε σε μια χώρα που η διαπλοκή και η διαφθορά κτυπούν κατακόκκινο, στα επίπεδα του κορονοϊού . Κι αν για τον κορονοϊό υπάρχει εμβόλιο, στην περίπτωση της διαφθοράς ουδείς ασχολείται και πολύ περισσότερο κανένας δεν επενδύει στην έρευνα για την ανεύρεση του … “αντιδιαφθορικού” εμβολίου.
Στην αρχή, βέβαια, ήρθαν κάποιοι ξένοι διαιτητές εγνωσμένης αξίας, στην πορεία, όμως, άρχισε να έρχεται στη χώρα μας κάθε καρυδιάς διαιτητικό καρύδι. Οι αντιστάσεις την εποχή που αποφασίστηκε η επιλογή διαιτητών από το εξωτερικό ανύπαρκτες. Οι παράγοντες διαιτησίας και οι διαιτητές έσκυψαν το κεφάλι και αποδέχτηκαν αμαχητί τη μοίρα τους . Επικράτησαν οι θιασώτες της αντίληψης ότι κάθε εισαγόμενο είναι εξαιρετικής ποιότητας.
Κι απόμειναν κάποιοι, ελάχιστοι, ρομαντικοί έως και γραφικοί παράγοντες, που ακόμα και σήμερα πιστεύουν στις ικανότητες των Ελλήνων διαιτητών. Οραματίζονται την αναβάθμιση της ελληνικής διαιτησίας και αναπολούν την εποχή που Έλληνες διαιτητές ήταν στους πίνακες προεπιλογής διαιτητών για τους αγώνες της τελικής φάσης παγκόσμιου κυπέλλου.
Στις μέρες μας, πόσες πιθανότητες έχουν για παράδειγμα ο Τζήλος, ο Τζιοβάρας και κάποιοι απο τους καλούς Έλληνες διαιτητές να συμπεριληφθούν σε ανάλογους πίνακες; Καμία. Και το λέω κατηγορηματικά, γιατί πως μπορεί να έχει σαν στόχο Έλληνας διαιτητής την συμμετοχή σε τελική φάση παγκοσμίου η ευρωπαϊκού πρωταθλήματος όταν οι επικεφαλής της διαιτησίας δεν τον θεωρούν ικανό να διαιτητεύσει ένα ντέρμπι του απαξιωμένου από θεούς και δαίμονες ελληνικού ποδοσφαίρου; Ως ανέκδοτο αντιμετωπίζεται ακόμα και η σκέψη ότι μπορεί Έλληνας διαιτητής (εξαιρείται ο Σιδηρπουλος λόγω προτέρου διαιτητικού βίου) να βάλει υποψηφιότητα για μια μεγάλη διοργάνωση. . Κι έτσι οι Έλληνες διαιτητές ικανοί και ανίκανοι, καλοί και μέτριοι αποδέχτηκαν τη μαύρη μοίρα τους, έσκυψαν το κεφάλι στους ” αγάδες” του ελληνικού ποδοσφαίρου, κι έμειναν με την παρηγοριά ότι οι διαιτησίες των ξένων είναι για γέλια και για κλάματα.
Με το δίκιο τους γελούν με την εικόνα των ξένων διαιτητών. Τους παρακολουθείς κι έχεις την εντύπωση ότι διαιτητεύουν παιδιά της νύχτας μια ζωή, που έχουν καταναλώσει το … Βόσπορο με μπόμπα ουίσκυ. Κι αν ήταν ανοιχτά τα νυχτερινά μαγαζιά θα υπήρχε έστω μια κάποια δικαιολογία. Αλλά, τι κρίμα, είναι κλειστά. Δεν αποκλείεται βέβαια να έχουν βρει καβάτζες με … τσιγάρα και ποτά οπότε δικαιολογείται ο ένας να σφυρίζει με τα μάτια του Παπουτσέλη κι ο άλλος με το πάθος και τη αποφασιστικότητα του Ποντίκη και του Μπάκα.
Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, όλοι τους, προσμένουν ίσως κάποιο θαύμα για να βγεί το ελληνικό ποδόσφαιρο ( με εξαίρεση τον Ολυμπιακό) από την τριτοκοσμική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Παρακολουθούν οι παράγοντες τη ” σφαγή των αμνών” από ξένους και απαξιωμένους Έλληνες διαιτητές και το μόνο που κάνουν είναι να καταγγέλλουν μέσω των φερέφωνων τους τα κακώς κείμενα του ποδοσφαίρου. Κυρίως, όμως, το διαιτητικό μείγμα που το διαφεντεύει στις μέρες μας.
«Οι καιροί ου μενετοί» φίλες και φίλοι, Οι ευκαιρίες δεν περιμένουν. Και η μεγάλη ευκαιρία για το ελληνικό ποδόσφαιρο χάθηκε τη δεκαετία του 2000. Τη εποχή που η πολιτεία, όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με τις μεγάλες προκλήσεις των καιρών, τη διαφθορά και τη διαπλοκή στο χώρο του ποδοσφσίρου, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια, επέτρεψε στους διαπλεκόμενους να κάνουν πάρτι, έκλεισε πονηρά το μάτι στους μεγάλους και με νομοθετικές διατάξεις , υπουργικές αποφάσεις και κανονισμούς θόλωσε το ποδοσφαιρικό τοπίο σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και η επιστήμη σήκωσε ψηλά τα χέρια αφήνοντας το δημοφιλέστερο των αθκηματων στην τύχη και στην κατρακύλα του.