«Κλαίνε τα δέντρα κλαίνε τα σύννεφα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
παλικάρι στη δουλειά στο σπίτι παλικάρι
μίλαγες κι η γειτονιά μας γέμιζε πουλιά.
Άπλωνες το χέρι σου κι έκοβες το φεγγάρι
πως σ’ έκοψε σαν λούλουδο ο Χάρος μια νυχτιά.
Κλαίνε οι τράτες κλαίνε τα κύματα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
παλικάρι στα κουπιά στο γλέντι παλικάρι
οι κοπελιές κεντούσανε για σένανε κρυφά
κεντούσανε τα όνειρα, τον ήλιο, το φεγγάρι
κεντούσαν την αγάπη τους, της βάζανε πανιά.
Κλαίνε οι ναύτες κλαίνε τα σήμαντρα κι οι φίλοι σου κλαίνε.
παλικάρι η μάνα σου τυλίχτηκε στα μαύρα
τους φίλους σου τους τύλιξε φουρτούνα, συννεφιά
το λιμανάκι ερήμωσε κι η θάλασσα ερημώθη
κι ο ήλιος εκαρφώθηκε και δε σαλεύει πια».
Κλείνοντας τον επικήδειό της, η Μαργαρίτα Θεοδωράκη είπε «Θα είσαι για πάντα ζωντανός στις καρδίες όλων των ανθρώπων, μα περισσότερο στη δική μου καρδιά».