Η εθνική ομάδα πόλο των ανδρών επικράτησε 9-7 της αντίστοιχης της Κροατίας και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Με μόλις έντεκα ετοιμοπόλεμους παίκτες, με το βάρος της απογοήτευσης από την ήττα του ημιτελικού, με εμφανώς κόντρα διαιτησία, η εθνική υδατοσφαίρισης των ανδρών έδειξε την αξία της και κατέκτησε για τρίτη φορά στην ιστορία της το χάλκινο μετάλλιο σε ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Στον «μικρό» τελικό της διοργάνωσης στη Βουδαπέστη, το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα επικράτησε 9-7 της Κροατίας, με τρομερό παιχνίδι από τον Κώστα Κάκαρη (τρία γκολ και αρκετές κερδισμένες αποβολές) και τον τερματοφύλακα Παναγιώτη Τζωρτζάτο, που έκανε το ματς της ζωής του. Μετά το 2005 και το 2015, το ελληνικό πόλο έχει ακόμη ένα σημείο αναφοράς σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, χωρίς σε καμία περίπτωση η τρίτη θέση να είναι το «ταβάνι» αυτής της ομάδας.
Απέναντι σε έναν αντίπαλο που μετρούσε επτά συνεχόμενα μετάλλια σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα (η προηγούμενη φορά που έμειναν οι Κροάτες εκτός βάθρου ήταν το 2005 στο Μόντρεαλ, όταν και πάλι η «γαλανόλευκη» τους είχε νικήσει στον «μικρό» τελικό), και με τόσο σημαντικά προβλήματα, η ελληνική ομάδα έδειξε ότι της άξιζε κάτι παραπάνω από το να παίζει… καταμεσήμερο στο «Αλφρεντ Χάγιος» για την τρίτη θέση. Η εθνική ήταν σαφώς καλύτερη και, αν δεν χρεωνόταν συνολικά 19 ποινές (!), θα μπορούσε να κερδίσει πολύ πιο εύκολα. Εξωπραγματικό το 5/17 στον παίκτη παραπάνω, στο οποίο οι παίκτες του Θοδωρή Βλάχου υποχρέωσαν τους αντιπάλους τους, όπως και οι 16 αποκρούσεις του (αναπληρωματικού, για να μην ξεχνιόμαστε) Τζωρτζάτου!
Σε ένα πολύ κακό πρώτο οκτάλεπτο, με τις δύο ομάδες να εμφανίζονται απίθανα νευρικές και να κάνουν… διαγωνισμό βιαστικών επιλογών, η εθνική κατάφερε να αξιοποιήσει μία από τις δύο αποβολές που κέρδισε και να ανοίξει το σκορ με κοντινό σουτ του Κάκαρη, ενώ οι Κροάτες είχαν 0/3 στον παίκτη παραπάνω στο ίδιο διάστημα. Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε με τον φουνταριστό της Γιουγκ Ντουμπρόβνικ (και MVP του πρωταθλήματος Κροατίας…) να πετυχαίνει το δεύτερο προσωπικό του τέρμα με εξαιρετική ενέργεια από τα 2μ. και αμέσως μετά ο Σκουμπάκης, με μία «φωτοβολίδα» από τα 7μ., σημείωσε το παρθενικό του γκολ σε ολόκληρο το τουρνουά και «έγραψε» το 3-0.
Οι «χρβάτσκι», παρά το τάιμ-άουτ που πήρε εσπευσμένα ο Ιβιτσα Τούτσακ, έμοιαζαν χαμένοι και χρειάστηκαν 12,5 λεπτά για να βρουν το δρόμο προς τα δίχτυα, αφού προηγουμένως ο Αργυρόπουλος είχε ανεβάσει το δείκτη του σκορ στο 4-0. Η Κροατία κάποια στιγμή «ξεκόλλησε», βρήκε γκολ στον παίκτη παραπάνω και, παρότι ο Τζωρτζάτος απέκρουσε πέναλτι του Χάρκοφ, ο Ζούβελα σχεδόν στην εκπνοή του ημιχρόνου μείωσε σε 5-3. Η εθνική έχασε τις δύο τελευταίες επιθέσεις της στη δεύτερη περίοδο με αριθμητικό πλεονέκτημα και επέτρεψε στους αντιπάλους της να αισθανθούν ότι επιστρέφουν στο παιχνίδι.
Οι διαιτητές συνέχισαν να χρεώνουν αποβολές στους Ελληνες παίκτες σχεδόν σε κάθε κροατική επίθεση και ο Μπούκιτς έφερε την ομάδα του σε «απόσταση βολής», αλλά ο Κάκαρης κέρδισε με τη σειρά του αποβολή και τελείωσε ο ίδιος τη φάση από ασίστ του Φουντούλη για το 6-4. Στον επόμενο παραπάνω της Κροατίας, ο Βρλιτς έχασε ένα γκολ που… δεν χάνεται, αργότερα ο Παναγιώτης Τζωρτζάτος έκανε ακόμη δύο σπουδαίες αποκρούσεις και η εθνική με γκολ των Αργυρόπουλου και Βλαχόπουλου έφτασε ξανά στο +4 (8-4).
Οι «χρβάτσκι» σε μία απέλπιδα προσπάθεια μείωσαν σε 8-6, οι διεθνείς έδειξαν να μένουν από δυνάμεις, αλλά ο Τζωρτζάτος είπε νέο «όχι» σε σουτ του Μπούριτς στον παραπάνω, τρία λεπτά πριν τη λήξη. Στην επόμενη ελληνική επίθεση ο Κάκαρης κέρδισε άλλη μία αποβολή, ο Θοδωρής Βλάχος πήρε τάιμ-άουτ, έδωσε οδηγίες και έκλεισε με το… κλασικό «πάμε να το τελειώσουμε!». Οντως, η εθνική κυκλοφόρησε σωστά τη μπάλα και ο Ντίνος Γενηδουνιάς βρήκε ανοιχτό πεδίο για να σουτάρει και ουσιαστικά να «σφραγίσει» τη νίκη.
Η εθνική είχε 6/10 με παίκτη παραπάνω, 2 γκολ από την περιφέρεια και 1 από θέση φουνταριστού.
Η Κροατία είχε 5/17 με παίκτη παραπάνω, 0/1 πέναλτι, 1 γκολ από την περιφέρεια και 1 στην κόντρα.
Με τρεις ποινές αποβλήθηκαν ο Δερβίσης (7΄34΄΄ πριν τη λήξη του αγώνα), ο Σκουμπάκης (3΄16΄΄ πριν το τέλος του ματς) και ο Ζούβελα (2΄34΄΄ πριν τη λήξη της αναμέτρησης).