Ο Κώστας Γκόντζος αναφέρεται στον πρόσφατο θάνατο του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη, Μίκη Θεοδωράκη.
Δεν είναι ότι έφυγε ο Μίκης, έτσι κι αλλιώς και ν’ άθελε δεν πρόκειται ποτέ να φύγει και να… ησυχάσει, θάναι πάντα και αιώνια ΕΔΩ.
Το θέμα είναι ότι δεν σκέφτηκε που θα παει…
Δεν σκέφτηκε ότι ο Ουρανός ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΧΩΡΕΣΕΙ…
Άσε που είναι ήδη… φρακαρισμένος από τον Μάνο, από τον Ρίτσο, τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Ελύτη, τον Σεφέρη και χιλιάδες άλλους…
Κανονικά αν υπάρχει Θεός θάπρεπε ΤΩΡΑ να φτιάξει ένα ακόμα ουρανό για να… χωρέσει.
Μόνο ΑΥΤΟΣ μόνο ΓΙ ΑΥΤΟΝ…
Ξαφνικά λοιπόν εδώ στην γη είδαμε να ΣΩΠΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ.
Και την ίδια στιγμή, τις τελευταίες μέρες στην Αθήνα και σ’ όλη την Ελλάδα αρχίσαμε να βλέπουμε κάτι κοσμογονικό, πελώριο, παράξενο, αντιφατικό και μεγαλειώδες ταυτόχρονα.
Από κάθε αυτοκίνητο στην κίνηση των δρόμων, από κάθε παράθυρο σε κάθε γειτονιά, από κάθε τηλεόραση και κάθε ραδιόφωνο, άρχισαν να ξεπηδούν και ορμάνε προς τον ουρανό “χαρταετοί”.
Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες “χαρταετοί” που όλοι μαζί υψώνονταν στους ουρανούς.
Μερικοί απ’ αυτούς κάποιες στιγμές δάκρυζαν και εμείς που κοιτούσαμε από κάτω νομίζαμε ότι βρέχει.
Κάποιοι λύγισαν και δεν μπόρεσαν να ανέβουν… λίγο ακόμα ψηλότερα.
Κάποιοι κοίταξαν σε μια στιγμή κάτω, ζαλίστηκαν από το ύψος και έπεσαν πάλι αργά-αργά στη γη.
Κάποιοι που δεν είχαν γερές αντοχές, αφέθηκαν να τους πάει ο άνεμος όπου ήθελε και χάθηκαν κάπου στην διαδρομή.
Κάποιοι κοιτούσαν διαρκώς την ουρά τους και έτσι αντί να ανεβαίνουν στριφογύριζαν συνεχώς στο ίδιο σημείο.
Και κάποιοι που στην βιασύνη τους να πετάξουν δεν πρόσεξαν τα υλικά και την ισορροπία με την ουρά τους, ένιωσαν ασήκωτη την διαδρομή και γκρεμίστηκαν με φόρα ξανά στο έδαφος.
Κάποιοι όμως που ήταν και οι πιο πολλοί, οι πιο λαμπεροί, οι πιο ωραίοι, οι πιο γεροί, συνέχισαν να ανεβαίνουν… να ανεβαίνουν… να ανεβαίνουν…
Κουβαλώντας όσο πιο ψηλά φτάνει το μάτι σου, όνειρα, ελπίδες, χαρές, απογοητεύσεις, εξεγέρσεις, νίκες, ήττες και μελωδίες.
Ουράνιες μελωδίες, μαγικές μελωδίες, όμορφες σαν την ζωή μελωδίες.
Την ίδια στιγμή εδώ στη γη, εδώ στην Αθήνα, εδώ στην Ελλάδα άρχισαν να ξεπηδάνε από κάθε γωνιά, από κάθε γειτονιά, από κάθε πόλη και χωριό, ΑΓΓΕΛΟΙ.
Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες άγγελοι.
Κάποιοι κρατούσαν πάλευκα περιστέρια, κάποιοι είχαν γενειάδες και κρατούσαν πολυβόλα, κάποιοι ήταν μουτζουρωμένοι από τις καμινάδες, κάποιοι είχαν λασπωμένα ρούχα απ’ τα γιαπιά, κάποιοι ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και με γυαλισμένα μάτια από τα κομπιούτερ, κάποιοι κράταγαν με κόπο όρθιο το κορμί τους από τις ώρες στο τιμόνι, κάποιοι απλά κράταγαν τις σημειώσεις και τα βιβλία τους.
Όμως όλοι τραγουδούσαν και δάκρυζαν ταυτόχρονα.
Χαμογελούσαν και σιγοψιθύριζαν τα ίδια τραγούδια, τους ίδιους και τους ίδιους σκοπούς.
Κι όλα αυτά τα πέτυχε ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Τα πέτυχε ακόμα και με την απόφασή του να αφήσει το σώμα του να ξεκουραστεί, αλλά να συνεχίσει να προσφέρει απλόχερα το πνεύμα και το έργο του.
Όλα αυτά τα πέτυχε απλά με τον θάνατό του ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ.
Γιατί μόνο αυτός μπόρεσε.
Μπόρεσε να πετύχει το ακατόρθωτο.
Όχι μόνο δηλαδή να υψώσει την γη και τους ανθρώπους στα επουράνια, αλλά να… πείσει τα επουράνια και τους ουρανούς, ότι η θέση τους είναι ΕΔΩ ΣΤΗ ΓΗ και να κάνει τους αγγέλους να καταλάβουν ότι η πραγματική “γειτονιά των Αγγέλων” δεν είναι στους ουρανούς όπως νομίζαμε και νόμιζαν και οι ίδιοι, αλλά εδώ στη γη, εδώ με τους ανθρώπους, εδώ με τις αγωνίες, τις ελπίδες, το μόχθο, τις χαρές, τις λύπες και τα όνειρά τους.
Ο Μίκης ήταν ταυτόχρονα επουράνιος αλλά και φανατικά γήινος.
Δείχνοντας ανάγλυφα την εφαρμογή της περίφημης ρήσης του Γκράμσι για τον αετό και την κότα.
“Ο αετός και η κότα είναι και οι δύο πτηνά. Εκείνο όμως που τους κάνει να διαφέρουν, είναι ότι ο αετός μπορεί να κατέβει και να περπατήσει εκεί που περπατάει η κότα. Η κότα όμως ποτέ δεν θα μπορέσει να πετάξει εκεί που πετάει ο αετός”.
Και το κατάφερε αυτό Μίκης, γιατί και πάλι ήταν δύο πράγματα ταυτόχρονα.
Ήταν ΠΑΙΔΙ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ και του αιώνα του.
Αυτού του απίστευτου αιώνα με τις εξεγέρσεις, με τις επαναστάσεις, με τους πολέμους, με τις νίκες, τις ήττες, την ενσωμάτωση και τους συμβιβασμούς αλλά των ξεσηκωμών και πάλι ταυτόχρονα, που έπεσαν, ξανάπεσαν και ξανασηκώθηκαν αμέσως οι λαοί, του αιώνα με τις ελπίδες και τις μεγάλες απογοητεύσεις, τα όνειρα, το σκοτάδι αλλά και το ξημέρωμα.
Την ίδια στιγμή όμως που ο Μίκης ξεπρόβαλε σαν ΠΑΙΔΙ αυτού του αιώνα και των καιρών του, ήταν και ΜΗΤΡΑ στην διάρκεια του αιώνα και των καιρών του.
Ο Μίκης δεν περπάτησε απλά στους καιρούς του και δεν ακολούθησε απλά τις διαδρομές και τα σκαμπανεβάσματά του.
Ταυτόχρονα, ΓΕΝΝΗΣΕ, ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ διαδρομές και εξελίξεις.
Κι όπως έγραψε ένα φίλος πολύ εύστοχα, ο Μίκης εκτός από παιδί ήταν και ΜΑΝΑ των καιρών και της εποχής του.
Και ίσως γι’ αυτό όπως θύμισε ο φίλος, τραγούδησε τόσο προφητικά στο έργο του Μπέρναντ Μπίαμ “Ένας όμηρος”.
Την μάνα σου μη την πετροβολάς
κάλλιο ο πατέρα σου πετριές ας φάει
την μάνα σου μην την πετροβολάς
όταν πεθάνει αυτό θα σε πονάει…
Γιατί αυτές τις μέρες μαζί με όλα τα συναισθήματα, κάποιοι “πονέσαμε πολύ”.
Πονέσαμε για τις στιγμές που ο καθένας για διαφορετικούς λόγους “πετροβόλησε” τον Μίκη.
Ήταν όμως τόσο πελώρια μεγαλόκαρδος ο Μίκης, που ακόμα κι αυτό το σκέφτηκε.
Και φρόντισε να μας… καθησυχάσει.
Με την φράση στην τελευταία του επιστολή προς τον Δημήτρη Κουτσούμπα “”Τώρα, στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν από το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”.
Λέγοντάς μας πως μπροστά το ΜΕΓΕΘΟΣ της ιστορίας και του ίδιου, όλα αυτά ήταν… λεπτομέρειες και πως πλέον σημασία έχουν μόνο ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΜΕΓΕΘΗ.
Γι’ αυτό τελειώνοντας, ίσως και εμείς σήμερα, αν θέλουμε να τιμήσουμε τον Μίκη αν και είμαστε μικροί και ασήμαντοι για να αποτολμήσουμε τέτοιο… καθήκον και τιμή αλλά τέλος πάντων, ας μείνουμε στα ΜΕΓΑΛΑ ΜΕΓΕΘΗ και ας μην πετροβολούμε τις λεπτομέρειες.
Ας μην μας βγάζει απ’ τα ρούχα μας το ότι την μέρα που πέθανε ο Μίκης δύο χιλιάδες άτομα πήγαν να προσκυνήσουν στο σημείο που σκοτώθηκε ένας τράπερ.
Είναι και αυτό το… παιδί του αιώνα μας.
Του αιώνα που η βαρβαρότητα πίστεψε πως μπορεί να ξεμπερδέψει μια καλή με εκείνα που της στοίχειωναν τα όνειρά της, να σβήσει εκείνα που ο “εξόριστος ποιητής” έβλεπε, βλέπει και θα συνεχίσει να βλέπει για το μέλλον.
Δεν μας φταίνε τα παιδιά που πήγαν στον τράπερ λοιπόν, αλλά ο αιώνας που ξεκίνησε, οι καιροί που ζούμε.
Δεν είναι τα παιδιά οι αντίπαλοί μας και το ξόρκι μας, αλλά οι καιροί που τα γεννανε.
Και το θέμα είναι πως αν αυτά είναι “παιδιά και σημεία των καιρών”, εμείς που ακόμα τα… προλάβαμε, είμαστε τα παιδιά του αιώνα και των καιρών του Μίκη.
Μόνο που ας μην προσπαθήσουμε να σηκωθούμε πάνω από το μπόι μας, με έπαρση και αμετροέπεια ταυτόχρονα επειδή “εμείς προλάβαμε και ζήσαμε με τον Μίκη”.
Ας μην πάμε να τα πείσουμε σαν δάσκαλοι στους μαθητάδες, να ακούσουν Μίκη, να τους αρέσει ο Μίκης, να τους… διδάξουμε τον Μίκη.
Ας αφήσουμε αυτή την δουλειά στον ίδιο το Μίκη.
Γιατί αυτός μπορεί.
Μπορεί να κρατήσει ζωντανά και επίκαιρα και στο νέο αιώνα και στους νέους καιρούς, αυτά που έφτιαξε και γέννησε στον αιώνα και τους καιρούς του.
Το μόνο που έχουμε να πούμε σ’ αυτά τα παιδιά, είναι ένα πράγμα.
Να κοιτάνε συνεχώς μπροστά.
Να προσπαθούν να προχωράνε συνεχώς μπροστά χωρίς την… αγωνία να κοιτάξουν πίσω για να δουν τι πρέπει να αφήσουν και τι να κρατήσουν.
Να θυμούνται τι έπαθε “η γυναίκα του Λωτ” και να προχωράνε κοιτώντας μπροστά.
Και τότε αν μην ανησυχούν και να μην ανησυχούμε.
Ότι αξίζει από το “πριν” θα το βρουν και θα τους βρει και το ίδιο.
Ας προχωράνε και θα βρουν και τον ΜΙΚΗ στο διάβα τους.
Κι αν ακόμα δυσκολευτούν να τον βρουν και πάλι να μην ανησυχούν.
Θα τους προλάβει και ΘΑ ΤΟΥΣ ΒΡΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΜΙΚΗΣ.
Γιατί τα όνειρα δεν πρόκειται να πάρουν εκδίκηση μόνο σε μια και για μια μέρα.
Αλλά “τα όνειρα θα πάρουν εκδίκηση στους αιώνες των αιώνων”