“Ψωμί” έλεγε το σύνθημα. Τι έχουμε σήμερα; Ανεργία, ανέχεια, φτώχεια σε μεγάλες κοινωνικές ομάδες, αστέγους στις μεγαλουπόλεις και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών να βαθαίνει διαρκώς, γράφει ο Χρήστος Σούτος.
Βρισκόμαστε στο 1973.Η Χούντα των Συνταγματαρχών μετράει ήδη πάνω από 6,5 χρόνια κατάληψης της εξουσίας και κατάλυσης της Δημοκρατίας. Φοιτητές και σπουδαστές στις 14 του Νοέμβρη κάνουν κατάληψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με σκοπό να δώσουν το έναυσμα σε όλους τους πολίτες της πρωτεύουσας, αλλά και ολόκληρης της χώρας, να βγουν μπροστά και να κλιμακώσουν τις αντιδράσεις τους απέναντι σε ένα απολυταρχικό καθεστώς, που είχε μπει έτσι κι αλλιώς σε διαδικασία αυτοδιάλυσης. Για να είμαστε ακριβείς ο πραξικοπηματίας και ηγέτης της Δικτατορίας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, προσπαθούσε να προσδώσει στο καθεστώς μια πιο φιλελεύθερη χροιά, προχωρώντας τους προηγούμενους μήνες σε μερική άρση της λογοκρισίας και απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, δίνοντας παράλληλα υποσχέσεις για νέο σύνταγμα και εκλογές τον επόμενο χρόνο. Οι συνταγματάρχες είχαν επιχειρήσει από την πρώτη στιγμή να ελέγξουν το φοιτητικό κίνημα με διάφορους τρόπους, γνωρίζοντας ότι από εκεί θα προέλθει και η μεγαλύτερη αντιδικτατορική δράση.
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ήταν η κορύφωση πολλών και ποικίλων εκδηλώσεων κατά του καθεστώτος, οι οποίες είχαν γίνει εντονότερες από την αρχή του έτους, όπως για παράδειγμα οι φοιτητές της Νομικής που είχαν καταλάβει τη Σχολή τους, αρκετούς μήνες πριν. Το Πολυτεχνείο σηματοδότησε την μαζική εξέγερση όλων των δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας, αφού πέρα από τα παιδιά που κατέλαβαν το ίδρυμα, υπήρχαν πολίτες όλων των κοινωνικών τάξεων που άντλησαν δύναμη από το κίνημα των φοιτητών και προσπάθησαν να συμπαρασταθούν στον αγώνα τους με κάθε τρόπο. Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου, του οποίου ο πομπός κατασκευάστηκε από τους ίδιους τους φοιτητές στα εργαστήρια του, έδινε με το ιστορικό του μήνυμα “ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ” τον παλμό της εξέγερσης καλώντας τον λαό της Ελλάδας σε κοινό αγώνα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μαρία Δαμανάκη, Δημήτρης Παπαχρήστος και Μίλτος Χαραλαμπίδης ήταν οι φωνές του σταθμού. Η Χούντα πιάστηκε κυριολεκτικά στον ύπνο και η εξέλιξη των γεγονότων φανέρωσε τις σπασμωδικές κινήσεις των δικτατόρων αλλά και το γεγονός ότι αφενός δεν υπήρχε συνοχή στους κόλπους του καθεστώτος και αφετέρου ότι δεν υπήρχε κανένας έλεγχος των διαφόρων παρακρατικών οργανώσεων που δρούσαν εκείνη την εποχή.
Στις τρεις το πρωί της 17ης Νοεμβρίου του 1973 και ενώ υπήρχαν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της κατάληψης και την ασφαλή αποχώρηση των φοιτητών από το Πολυτεχνείο, αποφασίστηκε η επέμβαση του στρατού και ένα από τρία άρματα που είχαν παραταχθεί απέναντι από την Πύλη, την γκρέμισε. Οι φοιτητές παρέμειναν στο χώρο του Πολυτεχνείου, ο σταθμός συνέχισε να εκπέμπει, ενώ την ίδια ώρα ελεύθεροι σκοπευτές από τις ταράτσες γειτονικών κτιρίων άνοιξαν πυρ. Τα πυρά ήταν πραγματικά, αρκετοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από αυτά, με περιστατικά να καταγράφονται σε όλη την Αθήνα και όχι μόνο στην συγκεκριμένη περιοχή. Από την πρώτη στιγμή που έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα ο αριθμός των πολιτών που έχασαν τη ζωή τους σε αυτά άλλαζε ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του εκάστοτε “κομιστή” της αλήθειας. Κανείς, ακόμα και σήμερα δεν μπορεί με απόλυτη βεβαιότητα να δώσει έναν σωστό και πλήρη κατάλογο των θυμάτων, όμως είναι σίγουρο πως νεκροί υπήρξαν και μάλιστα αρκετοί με τους περισσότερους εκ των οποίων να είναι θύματα ελεύθερων σκοπευτών, τυφλής αστυνομικής βίας και παρακρατικών στοιχείων. Στηριζόμενοι στην έρευνα που πραγματοποίησε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με τίτλο “Τεκμηριώνοντας τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973”, ο αριθμός των νεκρών είναι 24, ενώ υπάρχει και ένας κατάλογος ακόμα 16 αγνώστων ανώνυμων περιπτώσεων που τελούν υπό διερεύνηση.
Σήμερα, κοντά πέντε δεκαετίες από την εξέγερση και δυστυχώς το κύριο σύνθημα του Πολυτεχνείου παραμένει ζωντανό, παρόλο που από τον Νοέμβρη του ’73 έως σήμερα η χώρα μας διάγει μέρες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και ελευθερίας. Η Εθνική Συμφιλίωση έγινε πράξη χάρη στην άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αποτέλεσε τη δεκαετία του ΄80 το βασικό όχημα για τον πλήρη εκδημοκρατισμό της χώρας, την καλυτέρευση της σχέσης των πολιτών με το κράτος και τους λειτουργούς του και οδήγησε τα σώματα ασφαλείας και τον στρατό προς εκείνη την κατεύθυνση για την οποία υπάρχουν και κρίνονται απαραίτητα σε μια δημοκρατία. Δυστυχώς, οι επόμενες δεκαετίες απο το 1990 και μετά άλλαξαν το τοπίο, δημιούργησαν γενιές πολιτών χωρίς το απαραίτητο ιστορικό υπόβαθρο, νέους απολιτίκ μακριά από την έννοια και τις αξίες της πολιτικής και όχι κατ’ ανάγκη τα κόμματα και οδήγησαν μία χώρα που γέννησε τη δημοκρατία σε μία κατάσταση πλήρους απαξίωσης της. Η λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου που σε πολλές περιπτώσεις ανέλαβε κυβερνητικά πόστα έχει τεράστιες ευθύνες για την τωρινή κατάσταση. Το να συγκρίνεται η περίοδος της Χούντας με μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, αποτελεί και την μεγαλύτερη προσβολή στα νιάτα εκείνα που με τον αγώνα τους και τις θυσίες τους πολέμησαν και έριξαν μια πραγματική δικτατορία, κάνοντας αντίσταση στο δρόμο και όχι στα social media με όπλο το πληκτρολόγιο.
“Ψωμί” έλεγε το σύνθημα. Τι έχουμε σήμερα; Ανεργία, ανέχεια, φτώχεια σε μεγάλες κοινωνικές ομάδες, αστέγους στις μεγαλουπόλεις και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών να βαθαίνει διαρκώς. Η μεσαία τάξη που τόσο πάλεψε να κάνει ατμομηχανή της οικονομίας ο Ανδρέας Παπανδρέου, εξαιτίας των επιλογών των πολιτικών του επιγόνων και της φιλελεύθερης οικονομίας συρρικνώθηκε και οδεύει προς τον αφανισμό. “Παιδεία”, έλεγε το σύνθημα. Τι έχουμε σήμερα; Νέους που δεν γνωρίζουν τα βασικά στοιχεία της ιστορίας της Ελλάδας, που ελαφρά τη καρδία μιλούν για πραξικοπήματα, δικτατορίες, χούντες. Τα σχολεία μας κτιριακά βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, η τεχνολογική τους υποδομή είναι πρακτικά ανύπαρκτη και έπρεπε να ενσκήψει μία πανδημία για να κάνουμε το αυτονόητο, δηλαδή το κράτος να διαθέσει υπολογιστές σε μαθητές οικονομικά ασθενέστερους. Βιβλία είτε απαρχαιωμένα που δεν ελκύουν τον σύγχρονο μαθητή να διαβάσει ή γραμμένα από την νέα τάξη πραγμάτων που θέλει να κάνει το αύριο της Ελλάδας να ξεχάσει το DNA και την ιστορία του. “Ελευθερία”, έλεγε το σύνθημα. Τι έχουμε σήμερα; Τους φακέλους της Ασφάλειας να τους έχουν αντικαταστήσει τα social media που ο σύγχρονος, ελεύθερος και ανεξάρτητος πολίτης δίνει μόνος του στις Αρχές, ό,τι εκείνες χρειάζονται να γνωρίζουν. Πενήντα σχεδόν χρόνια μετά το Πολυτεχνείο κι ο πολίτης έχει καταφέρει να αστυνομεύεται μόνος του, να νιώθει εκτός εποχής και προβληματικός εάν δεν ποστάρει τη ζωή του, να νιώθει εκτός κοινωνίας αν δεν ενημερώσει το κοινωνικό σύνολο για τις κινήσεις του και να πιστεύει ότι αντιστέκεται γράφοντας καθισμένος σε μια καρέκλα και έχοντας απέναντι του μία ψυχρή, άψυχη οθόνη, καταναλώνοντας θερμίδες, το μανιφέστο του.
Παμε και στην “Υγεία”. Επειδή η φύση, της οποίας και εμείς αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι, ξέρει καλύτερα από τον καθένα να προχωρά σε εξορθολογισμό, έφερε στον αλαζονικό και προκλητικό τρόπο ζωής του σήμερα ένα ανάχωμα για σκέψη και αλλαγή πλεύσης. Η πανδημία του κορονοϊού αλλάζει το τοπίο της καθημερινότητας των δυτικών κοινωνιών και δείχνει στον άνθρωπο πόσο ανήμπορος είναι μπροστά σε έναν ιό που σε καμία περίπτωση δεν είναι ο φονικότερος που έχει αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα, όμως ήταν ικανός να αναδείξει τις ελλείψεις ακόμα και των πιο προηγμένων ιατρικών επιτευγμάτων. Η αλλαγή πλεύσης έχει να κάνει με τον τρόπο που θα πρέπει από εδώ και στο εξής να οριοθετούμε τις προτεραιότητές μας. Οι αξίες του σήμερα, δηλαδή ένας αθλητής σούπερ – σταρ, ένας κινηματογραφικός αστέρας, μία τηλεπερσόνα, είναι παντελώς αδύναμες στον πόλεμο για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, μπροστά σε έναν απλό γιατρό μιας εντατικής μονάδας, όχι ερευνητή, που παλεύει και σώζει τη ζωή ενός μόνο ανθρώπου. Με απλά λόγια τα εκατομμύρια που στροβιλίζονται γύρω από ένα γήπεδο, από ένα πλατό και προβολείς καλό θα ήταν μέρος αυτών να διοχετευτεί προς την έρευνα, την ανακούφιση των ασθενέστερων και την προοπτική βελτίωσης της καθημερινότητας πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη. Κρατήστε το αυτό, γιατί ο κορονοϊός ήταν μόνο η αρχή.