Μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη παραχώρησε ο Πύρρος Δήμας στο περιοδικό Down Town και τη δημοσιογράφο Αμάντα Φουντή. Μέσα σε όλα, ο Πύρρος Δήμας αναφέρθηκε στις δύσκολες στιγμές που αντιμετώπισε στην αθλητική του διαδρομή καθώς και την πιο όμορφη στιγμή την καριέρα του.
Θυμάσαι μέχρι σήμερα κάποια στιγμή που σε έφερε σε δύσκολη θέση;
Απλώς απογοησευόσουν με την αντιμετώπιση που βίωνες. Μια αντιμετώπιση που δεν άξιζε σε εμάς τους Βορειοηπειρώτες ως ένα κομμάτι της Ελλάδας. Οι δυσκολίες ήταν πολλές – προσπαθούσαμε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες – και η γραφειοκρατία μεγάλη. Έμπαινες από γραφείο σε γραφείο και, ενώ τα πράγματα πήγαιναν προς την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας, υπήρχαν τότε αθλητές στην Εθνική ομάδα πριν από εμάς οι οποίοι πήγαιναν και μας έκαναν καταγγελίες και ξανάρχιζε η διαδικασία από την αρχή. Κάποια στιγμή, λίγο πριν πάρω την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 , είχα απογοητευθεί τόσο πολύ που θυμάμαι ότι είχα χάσει την εμπιστοσύνη μου ακόμα και προς τους ανθρώπους που με είχαν στηρίξει. Με διπλωματικό διαβατήριο πήγα στο Ευρωπαϊκό της Βουδαπέστης, είχα βγει 30ς στην Ευρώπη, πολύ κοντά με τον πρώτο και τον δεύτερο, και πήρα την πρόκριση στη Βαρκελώνη. Την ημέρα που ήταν να πετάξω για Βαρκελώνη, ήμουν στο αεροδρόμιο με το εισιτήριο αλλά δεν είχα διαβατήριο. Ήρθε τελευταία στιγμή στο αεροδρόμιο. Το πήρα λίγα λεπτά πριν πετάξω. Με στήριξαν κάποιοι άνθρωποι που έβλεπαν την προσπάθεια που έκανα, όπως ο Γιάννης Σγουρός και ο Κυριάκος Βιρβιδάκης. θα μπορούσα να χάσω τότε μια Ολυμπιάδα και πολλά άλλα, γιατί θα απογοητευόμουν πάρα πολύ αν δεν αγωνιζόμουν.
Ποια ήταν η καλύτερη και ποια η χειρότερη στιγμή στην αθλητική καριέρα σου;
Σε κάθε αθλητή, είτε εδώ είτε στην Αμερική, που συζητάμε, λέω πως η άρση βαρών είναι ένα άθλημα που σε απογοητεύει καθημερινά. Είναι η κούραση και το απαιτητικό πρόγραμμα που μπορεί να σε απογοητεύουν, αλλά μόλις κατακτήσεις ένα μετάλλιο ξεχνάς τα πάντα. Ξεχνάς τον πόνο, την κούραση, το κλάμα, τη στεναχώρια και είσαι στον έβδομο ουρανό. Θυμάμαι στο Σίντνεϊ ήμουν 4ος στο αρασέ και είχα απογοητευθεί έχοντας χάσει τις δύο πρώτες προσπάθειες. Μπροστά μου έβλεπα τον Αζανίτζε από τη Γεωργία, που είναι και πολύ καλός φίλος, να έχει βγάλει τη σημαία μπροστά μου και να πανηγυρίζει σαν να είχε κερδίσει το Χρυσό. Ο αγώνας όμως δεν είχε τελειώσει. Λέω στον Χρήστο «αν βάλει εκείνος 205, εμείς βάζουμε 210». Μετά τον αγώνα στο ζετέ, από την κόλαση βρέθηκα στον παράδεισο. Αυτή είναι η χαρά του αθλητισμού.