Η κ. Μαρία Σταμέλου μίλησε για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε εκείνη και όσοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους για να μην καούν, ενώ τόνισε ότι όσα σπίτια σώθηκαν, σώθηκαν από την προσπάθεια των ιδιοκτητών τους:
«Είμαστε σε κατάσταση σύγχυσης, όλα έγιναν από τη μία στιγμή στην άλλη. Ήταν εκεί το παιδί μου και η μητέρα μου. Έφυγαν. Βοήθησαν οι άνθρωποι που είχαν βάρκες και το Λιμενικό. Νιώθουμε μεγάλη απογοήτευση, μας εγκατέλειψαν στο έλεος της φωτιάς. Πήραμε εντολή εκκένωσης και φύγαμε όλοι για παραλία, περιμέναμε τις βάρκες για να μας πάνε στο Μαντούδι.
Έμεινε πίσω κόσμος, και όποιοι έμειναν έσωσαν και τα σπίτια τους. Εμάς κάηκε ολοσχερώς το σπίτι μας. Πήγαμε εχτές, και δεν υπάρχει τίποτα από το σπίτι μας. Για εμάς ήταν το εξοχικό μας. Τα κοσμήματα και τις οικογενειακές μας φωτογραφίες πήραμε και τίποτα άλλο. Σκεφτόμουν ότι καίγεται το σπίτι μου, τι να πάρω. Στο δικό μου χωριό δεν υπήρχε ούτε αεροπλάνο, ούτε επίγειες δυνάμεις. Ό,τι έκανε ο κόσμος από μόνος του. Έγινε πολύ γρήγορα το κακό», είπε αρχικά η κ. Σταμέλου.
«Κατεβήκαμε στην παραλία πολύς κόσμος και περιμέναμε να έρθουν βάρκες να μας πάρουν. Υπάρχει μεγάλη απογοήτευση. Ακούμε τόσο καιρό για την ατομική ευθύνη για τον κοροναϊό. Υπακούσαμε, τηρήσαμε τα μέτρα, εμβολιαστήκαμε. Τώρα η κυβέρνηση δεν έπρεπε να δείξει ευθύνη, παρά να πάρουμε πάλι εμείς το βάρος; Έπρεπε να μας στείλουν αεροπλάνα, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε για ποιο λόγο δεν μας έστειλαν αεροπλάνα. Έλεγαν ότι επιχειρούν 10 αεροσκάφη, και υπήρχε μόνο ένα Σινούκ», συνέχισε η ίδια.
«Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα για την περιοχή. Πρέπει να γίνει αποκατάσταση και στήριξη της περιοχής. Δεν υπάρχει αντικείμενο εργασίας για τους ανθρώπους εκεί. Πάνε οι μελισσοκόμοι, οι ρετσινάδες, οι τουριστικές επιχειρήσεις. Και έχουμε και το φόβο για τις πλημμύρες. Πρέπει να έχουν καεί γύρω στα 10-15 σπίτια στο χωριό μας, και οι ελαιώνες, τα πάντα, δεν υπάρχει τίποτα», κατέληξε η κ. Σταμέλου.