Αυτά που ενδεχομένως θα έπρεπε να έχουν μάθει εδώ και μία 20ετία οι οπαδοί της Τσέλσι. Και κατ’ επέκταση οι φίλαθλοι του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα πληροφορήθηκαν τις δύο τελευταίες εβδομάδες. Ίσως γιατί τώρα πήρε χαμπάρι, αν και πρέπει να ήξερε τα πάντα από πριν η Κυβέρνηση της Βρετανίας. Ποιος ήταν ο Αμπραμόβιτς κι αν είχε σχέσεις και τι ακριβώς, με τον Πρόεδρο, Πούτιν.
Όταν ο Αμπραμόβιτς είχε αναλάβει την διοίκηση και το πλειοψηφικό πακέτο της Τσέλσι το 2003 κανείς τότε δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει. Πως είχε αποκτήσει μία τεράστια περιουσία. Προφανώς τότε το Σίτι και γενικά την Μεγάλη Βρετανία την ένοιαζε να γεμίσουν χρήματα οι τράπεζές της. Έτσι η Τσέλσι ομάδα της πιο πλούσιας περιοχής του Λονδίνου, ας το παρομοιάσουμε με το Κολωνάκι. Άρχισε σιγά- σιγά να ανδρώνεται και να αποκτά μεγάλη υπόσταση στην Πρέμιερ Λιγκ.
Τώρα λοιπόν που η αγγλική ομάδα έχει παραλύσει από τις κυρώσεις της Βρετανικής Κυβέρνησης που επιβλήθηκαν στον ιδιοκτήτη της. Ρόμαν Αμπραμόβιτς τρέχει και δεν φτάνει, θέλοντας να βρεθεί γρήγορα μία λύση για την εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου της Τσέλσι, ώστε να προστατευθεί ο σύλλογος και να μην αρχίσουν και διαμαρτύρονται οι οπαδοί της, που σημειωτέον είχαν εκφράσει την συμπάθεια προς το πρόσωπο του Ρώσου μεγαλοεπενδυτή τους. Γεγονός που ενόχλησε τον Πρωθυπουργό, Μπόρις Τζόνσον και τους κάλεσε να είναι πιο ψύχραιμοι…
Την πώληση της Τσέλσι έχει αναλάβει η εμπορική Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών Raine Group η οποία επιβλέπει για να υπάρξει μία γρήγορη διαδικασία σε ένα πλαίσιο υπαρξιακής ανησυχίας. Η νούμερο ένα προτεραιότητα λοιπόν είναι να ληφθούν όλα τα δυνατά μέτρα για να διασφαλιστεί ότι δεν μπορεί να επαναληφθεί ένα σενάριο, όπου μια από τις πιο επιτυχημένες και ισχυρές ομάδες του κόσμου, μπορεί ξαφνικά να απειληθεί με αφερεγγυότητα λόγω σωφρονιστικών μέτρων που δεν έχει κάνει τίποτα που να δικαιολογείται.
«προσφορά της τάξης των 2,7 δις. λιρών…»
Σε αυτό το ασυνήθιστο σκηνικό, φαίνεται πολύ λίγα να ενθαρρύνουν τις φιλοδοξίες του ομίλου μέσων ενημέρωσης της Σαουδικής Αραβίας Saudi Media Group. Ο οποίος υπέβαλε προσφορά της τάξης των 2,7 δις. λιρών την Παρασκευή. Η εμφάνισή τους μάλιστα χαιρετίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό από αρκετούς οπαδούς της Τσέλσι. Που είδαν τι είχε γίνει νωρίτερα με τις Νιουκάστλ , Μάντσεστερ Σίτι αλλά και την γαλλική, Παρί Σεν Ζερμέν.
Το δημόσιο πρόσωπο της προσφοράς τους είναι ο Μοχάμεντ Αλκχερέιλι. Διευθύνων Σύμβουλος της μητρικής εταιρείας Engineer Holding Group και οπαδός της Τσέλσι.
Γεγονός είναι όμως ότι η Saudi Media Group, με ετήσιο τζίρο περίπου 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων ετησίως, δεν έχει τους πόρους να αγοράσει μόνη της την Τσέλσι. Οποιαδήποτε οικονομική στήριξη από ιδιώτες Σαουδάραβες επενδυτές θα περιέπλεκε περαιτέρω την προσφορά.
Έπειτα προσφορά έχει καταθέσει ο πρόεδρος των Σικάγο Cubs, Τομ Ρίκετς. Μαζί με τα αδέρφια του Λάουρα και Τόντ. Αλλά δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς οι Καντέ, Ρίντιγκερ, Ζίγες, Σαρ , πόσο μάλλον οι λεγεώνες μουσουλμάνων οπαδών του συλλόγου σε όλο τον κόσμο, θα μπορούσαν να αντιδράσουν στην είδηση ότι οι νέοι ιδιοκτήτες τους είναι απόγονοι ενός άνδρα που, σε αυτό που πίστευε ότι ήταν μια ιδιωτική ανταλλαγή email το 2012, πληκτρολόγησε τις ακόλουθες λέξεις:
«Χριστιανοί και Εβραίοι μπορούν να έχουν αμοιβαίο σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Για να δημιουργήσουν μια κοινωνία πολιτών. Όπως γνωρίζετε, το Ισλάμ δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Επομένως, δεν μπορούμε ποτέ να αφήσουμε το Ισλάμ να γίνει μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας. Οι μουσουλμάνοι είναι φυσικά εχθρός μου (μας) λόγω του βαθύ ανταγωνισμού και της προκατάληψης τους εναντίον των μη μουσουλμάνων».
Βεβαίως ο Τομ Ρίκετς αποστασιοποιήθηκε από τα σχόλια του πατέρα του εκείνη την εποχή και η οικογένεια προσπάθησε να επανορθώσει συνεργαζόμενη με την τοπική μουσουλμανική κοινότητα του Σικάγο. Αλλά…
«ο Γούντι Τζόνσον, ιδιοκτήτης των New York Jets…»
Ένας άλλος πλειοδότης που έγινε ευρέως γνωστός είναι επίσης ένας άλλος μακροχρόνιος δωρητής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος: ο Γούντι Τζόνσον, ιδιοκτήτης των New York Jets και δισεκατομμυριούχος κληρονόμος της φαρμακευτικής περιουσίας της Johnson & Johnson. Απομακρύνθηκε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο από τη θητεία του ως πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ηνωμένο Βασίλειο υπό τον Τραμπ (ρόλος στον οποίο ερευνήθηκε και βρέθηκε από τον γενικό επιθεωρητή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι έκανε «ακατάλληλα ή αδιάκριτα σχόλια» που μπορεί να περιελάμβαναν αναφορές σε «θρησκεία, φύλο ή χρώμα»).
Άλλος που διεκδικεί την αγορά της αγγλικής ομάδας είναι ο συνιδιοκτήτης των Φιλαδέλφεια 76ers, Τζος Χάρις. Μέτοχος μειοψηφίας της Κρίσταλ Πάλας και βασικός επενδυτής πίσω από την προσφορά για την Τσέλσι. Με τον Σερ Μάρτιν Μπράουτον και τον Λόρδο Σεμπάστιαν Κόου (πρόεδρος της Διεθνούς ομοσπονδίας κλασσικού αθλητισμού). Ο οποίος είχε συνεισφέρει συνολικά 839.100 $ σε έναν συνδυασμό Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών από το 2015. Εδώ ο κύριος εταίρος τους στην εν λόγω προσφορά. Είναι ο δισεκατομμυριούχος διαχειριστής κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου και επενδυτής Κεν Γκρίφιν, ο οποίος είχε συνεισφέρει 66 εκατομμύρια δολάρια στους Ρεπουμπλικανικούς σκοπούς στις εκλογές του 2020.
Το πρόβλημα για όσους προτιμούν τον αθλητισμό να κρατηθεί χωριστά από την πολιτική είναι ότι τα χρήματα συνδέουν πάντα τους δύο , μαζί και το είδος του πλούτου που απαιτείται για την απόκτηση της Τσέλσι τις επόμενες εβδομάδες. Και προσελκύει άτομα που επίσης αφιερώνουν τα χρήματά τους – και μερικές φορές τον χρόνο τους – για να εργαστούν στην πολιτική αρένα.
Έπειτα , υπάρχει ο Νικ Κάντι , κατασκευαστής ακινήτων και οπαδός της Τσέλσι από 7 ετών (με διαρκείας πάντα) ο οποίος έχει διαχειριστεί την προσφορά του έως τώρα σαν μια λαϊκιστική πολιτική εκστρατεία.
«ένα δείπνο συγκέντρωσης κεφαλαίων…»
Είναι σημαντικός δωρητής του Συντηρητικού Κόμματος που παρακολούθησε ένα δείπνο συγκέντρωσης κεφαλαίων τη νύχτα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μια πληροφορία από τους Times ισχυρίστηκε ότι ακούστηκε να συζητά για το ποδόσφαιρο και τον σύλλογο με τον συμπατριώτη του Μάικλ Γκόουβ (και οι δύο απέρριψαν κατηγορηματικά τις προτάσεις ότι συζητούσαν τις πιθανές συνέπειες μιας εισβολής ) παρά μόνο για τον σύλλογο και τον Αμπράμοβιτς.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει στον δημόσιο διαγωνισμό για την αγορά της Τσέλσι από τον Αμπραμόβιτς. Ο σύλλογος θα συνεχίσει να συνδέεται —σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό— με την πολιτική σφαίρα. Η ελπίδα είναι ότι τουλάχιστον. Τα πολιτικά γεγονότα δεν θα επηρεάσουν ποτέ (;) ξανά την καθημερινή δουλειά στο Στάμφορντ Μπρίτζ και στο Κομπαμ. Και αυτός που θα υπερισχύσει να φανεί αντάξιος των προσδοκιών των φιλάθλων της σπουδαίας Αγγλικής ομάδας, που έχει πολλούς φίλους και στην Ελλάδα και να τιμήσει τη μνήμη αυτών που την έχουν δοξάσει κατά καιρούς (Γκρίβς, Χάντσον, Όσγκουντ, Μπονέτι, κ.ά)