Κακή εμφάνιση, δεύτερη ήττα στην Ισπανία, ρεκόρ πλέον 2-6 και ήρθε η ώρα να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να δούμε την αλήθεια κατάματα. Ο Παναθηναϊκός είναι πια και με τη βούλα μία ομάδα τρίτης ταχύτητας στη Euroleague που αδυνατεί να ανταγωνιστεί ομάδες ανώτερες και που δεν μπορεί να έχει κανέναν άλλο στόχο πέρα από μία συμπαθητική πορεία και ένα, όσο το δυνατόν, καλύτερο πλασάρισμα στην τελική κατάταξη. Ξέρω πως για τον κόσμο του τριφυλλιού αυτό ακούγεται το λιγότερο ενοχλητικό, όμως είναι η ωμή πραγματικότητα για μία ομάδα που από πρωταγωνίστρια και διεκδικήτρια τίτλων, έχει μετατραπεί σε κομπάρσο και φτωχό συγγενή. Στη φύση υπάρχει πάντα ακμή και παρακμή. Το ίδιο συμβαίνει και στον αθλητισμό, όταν μετά από μεγάλες περιόδους με σημαντικές επιτυχίες έρχεται ένα χρονικό διάστημα στο οποίο οι διακρίσεις απουσιάζουν και μοιραία αλλάζει το στάτους της ομάδας. Αυτό που δεν μπορεί να αλλάξει ποτέ είναι το μέγεθος του Παναθηναϊκού, η τεράστια ιστορία του και οι τίτλοι που θα κοσμούν πάντα την τροπαιοθήκη του.
Το τελικό 93-72 στη χώρα των Βάσκων δεν έχει καμία σημασία. Είναι μία ακόμα ήττα από τις αρκετές που μετρά ήδη η ομάδα τη φετινή σεζόν και που είναι μαθηματικώς βέβαιο, ότι θα συνεχίσει να μετρά μέχρι και το τέλος της κανονικής διάρκειας της Euroleague. Νόημα να σταθείς στα αγωνιστικά στοιχεία και στα δεδομένα του ματς δεν υπάρχει, αφού ό,τι είδαμε σήμερα είναι μία συνέχεια των όσων έχουμε παρακολουθήσει σχεδόν σε όλα τα παιχνίδια απ’ την αρχή της χρονιάς. Μία κακή ομάδα με πολλά αμυντικά προβλήματα, που δεν μπορεί να περιορίσει ουσιαστικά κανέναν αντίπαλό της, που μετρά δύο μόλις νίκες σε 8 παιχνίδια και που είναι σίγουρο ότι δεν είναι σε θέση να έχει ρεαλιστικό στόχο την πρόκριση στην οκτάδα και κατ’ επέκταση τη συνέχειά του στη διοργάνωση. Από το 2012 που οι Παύλος και Θανάσης Γιαννακόπουλος παρέδωσαν τη σκυτάλη στον Δημήτρη και την ίδια χρονιά αποχώρησε ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος προπονητής, οι περισσότεροι πιστεύαμε ότι θα βλέπαμε κάτι σαν το φετινό νωρίτερα. Λίγο το βάρος της φανέλας των πρασίνων, λίγο οι θυσίες του Δ. Γιαννακόπουλου να διατηρήσει το ρόστερ σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, λίγο η δυναμική του ΟΑΚΑ που γέμιζε από κόσμο, είχαν καταφέρει να παρατείνουν κάπως το τέλος μίας αυτοκρατορίας που τρόμαζε τους αντιπάλους της σε όλα τα ευρωπαϊκά παρκέ.
Καλό είναι να θυμάσαι το παρελθόν σπουδαίο να το τιμάς και ενίοτε να το βραβεύεις, όμως αυτό που καθορίζει τα πάντα είναι το παρόν και το μέλλον. Πάνω σε αυτό το κομμάτι οι άνθρωποι που αυτήν την στιγμή έχουν τις τύχες του Παναθηναϊκού στα χέρια τους, καλούνται να πάρουν σωστές, άμεσες και καίριες αποφάσεις, έτσι ώστε η φετινή τραγική χρονιά να αφήσει μία σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες, πάντα με το σκεπτικό ότι κάποια στιγμή είτε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης της ομάδας, είτε κάποιος νέος μεγαλομέτοχος θα αποφασίσει να αυξήσει το budget και να ξανακάνει ανταγωνιστικό το τριφύλλι. Η αποχώρηση του Γιαννακόπουλου το περασμένο καλοκαίρι και ο τρόπος με τον οποίο έγινε, σε συνδυασμό με την πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουμε, έχουν αλλάξει ριζικά και την ποιότητα της ομάδας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει ο κόσμος να αντιμετωπίζει το υπάρχον εγχείρημα και εξηγούμαι. Φέτος, όποιος μιλάει για στόχους πέραν των εγχώριων τίτλων είναι το λιγότερο ανεδαφικός. Οι παίκτες που υπάρχουν στο δυναμικό μας είναι ορισμένοι εξ’ αυτών μέτριοι, άλλοι με πολλά περιθώρια βελτίωσης, αλλά άγουροι και σχεδόν όλοι μακριά από αυτό που λέγεται Euroleague Top Stars. Ο πιο αντικειμενικός στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας κορμός καλών και με εμπειρίες Ελλήνων παικτών – Παπαπέτρου, Παπαγιάννης, Μήτογλου, Μποχωρίδης, Κασελάκης – να μπουν στο νόημα της ομάδας χρήσιμοι ξένοι – Γουάιτ, Μακ – και αν υπάρχει οικονομική δυνατότητα του χρόνου όλοι αυτοί να πλαισιωθούν από τρεις έως τέσσερις λύσεις πρώτης γραμμής. Μοναδικό ερωτηματικό στο δικό μου μυαλό στο φετινό ρόστερ είναι οι περιπτώσεις του Νέντοβιτς και του Όγκαστ, με δεδομένο ότι είναι παίκτες που για διαφορετικούς λόγους δεν μπορούν να μπουν στις παραπάνω κατηγορίες. Τώρα για το μας αφήστε το καλύτερα…